- κλεφταρματολός
- ο(επί τουρκοκρατίας) συν. στον πληθ. οι κλεφταρματολοίοι κλέφτες και οι αρματολοί μαζί, που αποτέλεσαν τα πρώτα πιο εμπειροπόλεμα σώματα τής Επανάστασης τού 1821.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σισμάνης, Κωνσταντίνος — Κλεφταρματολός. Καταγόταν από τη Ναυπακτία και πήρε μέρος στην επανάσταση του Ορλώφ (1769 1774) επικεφαλής σώματος Ναυπάκτιων. Σκοτώθηκε από Αλβανούς, οι οποίοι είχαν συμπράξει με τους οπαδούς του αντιπάλου του αρματολού του Λιδωρικιού Λώρη, τον… … Dictionary of Greek
Σπαθογιάννης — Κλεφταρματολός του Που αι., που έδρασε στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα. Το 1688, μαζί με τον αρματολό Παύλο Μεϊντάνη, κήρυξαν την ανεξαρτησία των αρματολικιών τους, στα οποία συμπεριλάμβανε την Αιτωλοακαρνανία και τη Ναυπακτία, στις οποίες… … Dictionary of Greek
λαμπέτης — (18ος αι.). Κλεφταρματολός και πρωτοπαλίκαρο του Αστραπόγιαννου. Ήταν ένας από τους γενναιότερους αρματολούς της εποχής του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όταν ο Αστραπόγιαννος τραυματίστηκε από τους Τούρκους, διέταξε τον Λ. να του κόψει το… … Dictionary of Greek
Ζαγγανάς, Ανδρέας — Αγωνιστής του 1821, από το Λιδορίκι. Πριν από την έκρηξη της Επανάστασης υπηρέτησε ως κλεφταρματολός στο σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Με την έναρξη του Αγώνα, πολέμησε στο πλευρό του Αθανάσιου Διάκου, στη Λιβαδειά και στην Αλαμάνα όπου… … Dictionary of Greek
Ζαρνικιώτης, Γιάννης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κλεφταρματολός από την Ήπειρο. Άντρες του Αλή πασά τον συνέλαβαν και στη συνέχεια τον θανάτωσαν. Πολλά δημοτικά τραγούδια της εποχής αναφέρονται στη ζωή και στα ανδραγαθήματά του. Σύμφωνα με μερικές πληροφορίες, ο Ζ … Dictionary of Greek
Ζήδρος, Πάνος — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής, από τα Γρεβενά. Ήταν κλεφταρματολός του Ολύμπου και κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών πήρε μέρος στην επαναστατική κίνηση της Μακεδονίας. Καταδιώχθηκε με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς και αναγκάστηκε να καταφύγει στο… … Dictionary of Greek
Καζαβέρνης — (; – 1811).Διάσημος κλεφταρματολός, από τα όρη Χάσια. Έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα των Ολυμπιτών το 1807 και πολέμησε εναντίον των δυνάμεων του Ισούφ (Γιουσούφ) Αράπη, του Βελή Γκέκα και του Βελή Κογιάτσα. Μετά την αποτυχία του κινήματος πήγε… … Dictionary of Greek
Καλιακούδας, Λουκάς — (Λιδορίκι 1760 – 1807). Κλεφταρματολός. Υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, μετά τη σύλληψη του οποίου κατέφυγε στην Αιτωλία. Το 1805 συνεργάστηκε με τον Αλή πασά και διετέλεσε καπετάνιος στο αρματολίκι του Φύδαρη. Το 1807 επαναστάτησε και… … Dictionary of Greek
Τσάκας, Αθανάσιος — (Μοναστηράκι Αγράφων 1779 – Παρνασσός 1851). Κλεφταρματολός και αγωνιστής, ο οποίος είναι γνωστότερος με την προσωνυμία Γερο Τσάκας. Πολύ νέος έγινε κλέφτης στο σώμα του Κατσαντώνη και διακρίθηκε για την ανδρεία του σε διάφορες μάχες. Στην… … Dictionary of Greek
Τσέλιος, Δήμος — (Ζαβίτσα Ακαρνανίας 1785 – Αγρίνιο 1854). Στρατηγός του 1821, ο οποίος είναι γνωστός και με το όνομα Γεροδήμος ή Δημοτσέλιος. Πριν από την Επανάσταση ήταν κλεφταρματολός και σχετιζόταν με τον Κατσαντώνη. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη αναδείχθηκε … Dictionary of Greek